- βάλτωμα
- τό1) заболачивание; 2) перен. безвыходное положение; топтание на месте; 3) запутывание, усложнение; ухудшение (положения и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βάλτωμα — το [βαλτώνω] ελώδης περιοχή … Dictionary of Greek
Τσέχοφ, Άντον Πάβλοβιτς — (Τανγκανρόγκ 1860 – Μπαντενβάιλερ, Γερμανία 1904). Ρώσος διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος μικρεμπόρου και εγγονός πρώην δουλοπάροικου, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο της γενέτειράς του.… … Dictionary of Greek